- κρύψορχις
- (I)κρύψορχις, -εως, ἡ (Α)η κρυψορχιδία.————————(II)οβλ. κρυψόρχης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρύψορχις — undescended testicles fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυψόρχης — και κρύψορχις, ο (Α κρυψόρχης) άτομο τού οποίου οι όρχεις δεν έχουν κατέλθει στο όσχεο, αλλά παραμένουν μέσα στην κοιλιά ή στον βουβωνικό πόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. ἔ κρυψ α αόρ. τού κρύπτω) + όρχης (< ὄρχις), πρβλ. α όρχης, τρι όρχης] … Dictionary of Greek